- εξαμβλώνω
- (AM ἐξαμβλῶ, -έω) [αμβλώ]προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή τού εμβρύου(«σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.)αρχ.1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ' ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.)2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι' ἀμέλειαν», Πλούτ.)3. ματαιώνομαι(ἵνα μὴ αὐτοῑς ἐξαμβλώσῃ ἡ σπουδή», Αιλ.).
Dictionary of Greek. 2013.